1 ιπποτης
(Τυδεύς, Νέστωρ Hom.; Κολωνός Soph.)
οἱ τῶν Θηβαίων ἱππόται Her. — фиванская конница
(λαοί Pind.; λεώς Aesch., Soph.; στρατός Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ιπποτης